- οσπριοφάγος
- ο1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό].
Dictionary of Greek. 2013.