οσπριοφάγος

οσπριοφάγος
ο
1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια
2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • οσπριοφαγία — η διατροφή κυρίως με όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσπριοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”